κανονικάριος

κανονικάριος
κανονικάριος, ὁ (Μ)
ο εισπράκτορας τών φόρων.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. λατ. canonicarius < canonic- (πρβλ. κανονικός) + κατάλ. -arius (> -άριος)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • κανονικάριος — collector of an Imperial tax masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κανονικαρίων — κανονικάριος collector of an Imperial tax masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κανονικάριοι — κανονικάριος collector of an Imperial tax masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κανονικάριον — κανονικάριος collector of an Imperial tax masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Νταβίντ, Γκέραρντ — (Gerard David,Οντερβάτερ, Γκούντα περ. 1460 – Μπριζ 1523). Φλαμανδός ζωγράφος. Ο τελευταίος σημαντικός εκπρόσωπος της μεγάλης φλαμανδικής παράδοσης του 15ου αι, διαμορφώθηκε αρχικά στις Κάτω Χώρες (ίσως στο Χάαρλεμ) και το 1484 εγκαταστάθηκε στη… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”